- Ἀστείου
- Ἄστειοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀστείου — ἀστεί̱ου , ἀστεῖος of the town masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστειότητα — η (AM ἀστειότης) η ιδιότητα του αστείου νεοελλ. αστείος, όχι σοβαρός λόγος ή ενέργεια μσν. αρχ. 1. η ευγένεια, η ευπρέπεια, η ανωτερότητα 2. η ομορφιά, η λεπτότητα … Dictionary of Greek
ευτραπελισμός — εὐτραπελισμός, ὁ (Α) [ευτραπελίζομαι] πείραγμα που γίνεται χάριν αστείου, σκώμμα … Dictionary of Greek
Τερέντιος, ΄Αφερ (Λιβυκός) Πόπλιος — (Publius Terentius Afer, Καρχηδόνα περίπου 190 π.Χ. – περίπου ; 160). Ρωμαίος κωμικός ποιητής. Δούλος του συγκλητικού Τερέντιου Λουκανού, απέκτησε πολιτικά δικαιώματα, αφού έγινε απελεύθερος. Έζησε σε στενή επαφή με τους ελληνίζοντες κύκλους των… … Dictionary of Greek